See also!
Η έλευση του Αγίου Φωτός στον Πανάγιο Τάφο του Ιησού Χριστού, κάθε Μεγάλο Σάββατο, είναι ένα θαυμαστό και ιδιαιτέρως τιμώμενο γεγονός που λαμβάνει χώρα για περισσότερο από μία χιλιετία.
Kάθε χρόνο, κατά τη μεσημβρία του Μεγάλου Σαββάτου, ένα Φως πηγάζει από τον Τάφο του Χριστού και αναφλέγει την αποκαλούμενη «ακοίμητη» κανδήλα στο εσωτερικό του Τάφου, ενώ ταυτοχρόνως γαλαζόλευκες εκλάμψεις του ιδίου Φωτός διαχέονται μέσα στον Ναό της Αναστάσεως, φωτίζοντας τον χώρο και αναφλέγοντας κάποιες από τις κανδήλες και τις λαμπάδες των πιστών.
Το γεγονός αυτό έχει καταγεγραμμένη διάρκεια ζωής τουλάχιστον 12 αιώνων. Οι ιστορικές μαρτυρίες που αναφέρονται σε αυτό και παρατίθενται στο παρόν σύγγραμμα ανέρχονται στις 45, και περιγράφουν την τελετή του Αγίου Φωτός κατά την περίοδο μεταξύ του 9ου και του 16ου αιώνα.
Όλες αυτές οι μαρτυρίες, με εντυπωσιακά ομόφωνο τρόπο, κάνουν λόγο για ένα φως ή για ένα πυρ που κατέρχεται θαυματουργικά από τον ουρανό ενώπιον του πλήθους και ανάβει την κανδήλα μέσα στον άδειο Τάφο του Χριστού.
Το φως αυτό ταυτίζεται με το υπερφυές Φως που διέλαμψε μέσα στον Τάφο του Χριστού την ώρα της Αναστάσεώς Του.
Το Άγιο Φως εμφανίστηκε για πρώτη φορά την ώρα που έλαβε χώρα η Ανάσταση του Θεανθρώπου, μετά τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου και λίγες ώρες πριν από το ξημέρωμα της Κυριακής του Πάσχα, με πιθανότερη ημερομηνία την 5η Απριλίου του 33 μ.Χ.1
Σήμερα, μετά από δύο χιλιετίες, το ίδιο Φως εξακολουθεί να εμφανίζεται στον ίδιο τόπο, στο εσωτερικό του Τάφου του Χριστού αλλά και έξω από αυτόν, κατά τη διάρκεια της τελετής του Μεγάλου Σαββάτου.
Ο γράφων έχει παραστεί σε αυτή την τελετή έντεκα συνολικά φορές. Την πρώτη από αυτές, τον Απρίλιο του 1998, ευρισκόμενος σε έναν πολύ σκοτεινό χώρο του Nαού της Αναστάσεως, ακριβώς κάτω από τον Γολγοθά, την ώρα που εμφανίστηκε το Άγιο Φως αντίκρισε κάποιες γαλαζόλευκες εκλάμψεις να διαχέονται στον χώρο και τη λαμπάδα ενός πιστού να αναφλέγεται από μόνη της ενώπιόν του.
Βεβαίως, το γεγονός ότι μια λαμπάδα ανάβει από μόνη της επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες που εξαρτώνται από την προσωπική κρίση και πίστη του καθενός.
Η καλοπροαίρετη απιστία έναντι των έκτακτων «υπερφυσικών» φαινομένων είναι απαραίτητη και σε πλήρη συμφωνία με το παράγγελμα του Ευαγγελιστή Ιωάννη περί δοκιμής των πνευμάτων «εάν είναι από τον Θεόν».2 Όμως, στην περίπτωση του Αγίου Φωτός πρόκειται για ένα γεγονός που δεν είναι έκτακτο ή προσωρινό, αλλά επαναλαμβανόμενο επί 12 αιώνες αδιαλείπτως, με τρόπο πασίδηλο και ιστορικώς καταγεγραμμένο.
Για πολλούς ανθρώπους η εμφάνιση του Αγίου Φωτός κάθε Μεγάλο Σάββατο στον Τάφο του Χριστού, είναι ένα αληθινό θαύμα.
Για άλλους όχι.
Οι απόψεις διίστανται και είναι όλες σεβαστές.
Το παρόν σύγγραμμα δεν έχει σκοπό ούτε να πείσει κάποιον για την εγκυρότητα του θαύματος, ούτε να επιβάλει κάποια γνώμη.
Σκοπός της μελέτης είναι να παρατεθούν όλα εκείνα τα στοιχεία και οι μαρτυρίες που έρχονται από το μακρινό παρελθόν, αλλά και τη σημερινή εποχή, ώστε ο καθένας να μπορεί να αξιολογήσει το θαύμα από μόνος του.
Ιδιαίτερη αξία έχει επίσης και η προσπάθεια επιστημονικής προσέγγισης του όλου ζητήματος. Οι μετρήσεις του φάσματος της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας που πραγματοποιήθηκαν γύρω από τον Τάφο του Χριστού το Μεγάλο Σάββατο του 2008, από τον Ρώσο φυσικό Δρ. Αντρέι Βολκόβ, παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον και θα παρατεθούν σε ειδικό κεφάλαιο, στο μέσον περίπου του βιβλίου.
Σε ό,τι αφορά το κεντρικό μέρος του παρόντος βιβλίου, αυτό αποτελεί στην ουσία ένα συναρπαστικό οδοιπορικό στον χρόνο, το οποίο λαμβάνει χώρα διά μέσου των διηγήσεων και των μαρτυριών δεκάδων περιηγητών, χρονογράφων, σταυροφόρων, μουσουλμάνων ιστορικών, χριστιανών προσκυνητών και απλών ταξιδιωτών οι οποίοι είτε έζησαν το θαύμα του Αγίου Φωτός από κοντά, είτε πληροφορήθηκαν γι’ αυτό από άλλους αυτόπτες μάρτυρες.
Οι διηγήσεις όλων αυτών των ανθρώπων αποτελούν τον πυρήνα του παρόντος συγγράμματος και μας παρέχουν τη δυνατότητα να ταξιδέψουμε νοερά πολλούς αιώνες πίσω και να ανιχνεύσουμε τις άγνωστες πτυχές της πιο λαμπρής γιορτής του Χριστιανισμού: της Αναστάσεως του Ιησού Χριστού και της καθόδου του Αγίου Φωτός.
Σύμφωνα με τον Έλληνα κληρικό Νικήτα (10ος αι.) το Άγιο Φως άρχισε να εμφανίζεται ήδη από την εποχή του Χριστού, αμέσως μετά την Ανάληψή Του, κάθε Μεγάλο Σάββατο χωρίς καμία διακοπή στο πέρασμα των αιώνων. Ο Άραβας ιστορικός αλ-Μασούντι και ο Αρμένιος ιστορικός Κιρακός ανάγουν τη χρονική αφετηρία του θαύματος λίγο αργότερα, και αναφέρουν ότι το Άγιο Φως άρχισε να εμφανίζεται κατά την περίοδο κατασκευής του Ναού της Αναστάσεως, δηλαδή την περίοδο 326-336 μ.Χ. Ο ιστορικός Κιρακός αναφέρει επιπλέον ότι το πρώτο ιστορικό πρόσωπο που βίωσε το θαύμα είναι ο Άγιος Γρηγόριος ο Φωτιστής, περί το έτος 330. Πέντε αιώνες αργότερα, στα μέσα του 9ου αιώνα, αρχίζουν οι πρώτες σαφείς ιστορικές αναφορές περί του ουρανίου Φωτός που κατέρχεται στον Τάφο του Χριστού, και όσο περνούν οι αιώνες οι μαρτυρίες πληθαίνουν. Στο παρόν σύγγραμμα αποφασίστηκε να περιληφθούν μόνον οι σημαντικότερες παλαιές μαρτυρίες, οι οποίες καλύπτουν την περίοδο από τα μέσα του 9ου μέχρι τα τέλη του 16ου αιώνα.
Με το ζήτημα της καταγραφής αυτών των μαρτυριών έχουν ασχοληθεί αρκετοί μελετητές κατά το παρελθόν. Μεταξύ αυτών αξίζει να αναφερθούν οι Γερμανοί Johan L. Mosheim3 (1736) και Gustav Klameth4 (1913), o Ρώσος Ignaty Kratchkovsky5 (1914), ο αρχιμανδρίτης Κάλλιστος Μηλιαράς6 (1934), o Μarius Canard7 (1955), ο Otto Meinardus8 (1962), ο Francis E. Peters9 (1985), και ο Επίσκοπος Φωτικής Αυξέντιος 10 (1999). Η έρευνα του Mosheim είναι εντυπωσιακή για την εποχή της, η έρευνα του Kratchkovsky ιδιαιτέρως πολύτιμη διότι περιλαμβάνει πλήθος αραβικών αναφορών, ενώ η μελέτη του Κάλλιστου Μηλιαρά είναι επίσης θαυμαστή και αξιέπαινη.
Όμως, παρά τα σημαντικά συγγράμματα ή άρθρα τους, οι ανωτέρω μελετητές παραθέτουν σχετικά μικρό αριθμό μαρτυριών, καθώς πολλές σημαντικές διηγήσεις δεν έχουν καταγραφεί ποτέ. Επιπροσθέτως, σε κανένα από αυτά τα συγγράμματα δεν περιελήφθησαν τα πρωτότυπα κείμενα (λατινικά, αραβικά, ελληνικά κ.λπ.) αλλά μόνον οι μεταφράσεις τους, ενώ, επίσης, δεν υπάρχει καμιά αναφορά στα χειρόγραφα από τα οποία προέρχονται τα κείμενα.
Κατά την ενασχόλησή μου με τη συλλογή των διαφόρων μαρτυριών, αδυνατούσα να φανταστώ το πλήθος και τη σπουδαιότητα των διηγήσεων που είχαν παραμείνει ξεχασμένες μέχρι την εποχή μας.
Για να γίνει αυτό κατανοητό, αξίζει να αναφερθεί ότι τα εντυπωσιακά γεγονότα του έτους 1101, του μοναδικού στην ιστορία που το Άγιο Φως δεν εμφανίστηκε το Μεγάλο Σάββατο! (αλλά την επόμενη ημέρα), περιγράφονται από οκτώ διαφορετικούς χρονογράφους. Όμως, οι διηγήσεις τους ουδέποτε περιελήφθησαν σε κάποιο σύγγραμμα.
Οι οκτώ αυτοί χρονογράφοι είναι τέσσερις Γάλλοι, ένας Γερμανός, ένας Άγγλος, ένας Ιταλός και ένας Αρμένιος και οι περιγραφές τους έχουν μεγάλη αξία, διότι η μία διήγηση επιβεβαιώνει και επισφραγίζει την αυθεντικότητα της άλλης.
Πολλές από τις διηγήσεις είναι τόσο αναλυτικές και λεπτομερείς, που είναι σαν να μας μεταφέρουν νοερά στον τόπο που τελείται το γεγονός.
Πολύ μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν, επίσης, οι μαρτυρίες διακεκριμένων Αράβων και Περσών – κυρίως οι μαρτυρίες του Ιμπν αλ-Κας (Ibn al-Qass) και του αλ-Μπιρουνί (al- Biruni), οι οποίες είναι εξέχουσας σημασίας διότι προέρχονται από μουσουλμάνους, η θρησκεία των οποίων αντίκειται στην αποδοχή του θαύματος.
Εντύπωση προκαλεί, επίσης, το γεγονός ότι οι μουσουλμάνοι των Ιεροσολύμων, αν και αλλόθρησκοι, συμμετέχουν κατά χιλιάδες στην τελετή του Αγίου Φωτός, αποδέχονται την αυθεντικότητα του θαύματος και μεταφέρουν το Φως με ευλάβεια στα τζαμιά και στις κατοικίες τους, όπου το διατηρούν άσβεστο καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.
Στο παρόν σύγγραμμα αποφασίστηκε να μην περιληφθούν σύγχρονες μαρτυρίες, πλην κάποιων ειδικών περιπτώσεων, διότι αφενός μεν ο προσανατολισμός του βιβλίου είναι διαφορετικός, αφετέρου δε, μια τέτοια απόπειρα θα απαιτούσε πολύ μεγάλο χώρο.
Πλήθος μαρτυριών σχετικά με το θαύμα καταγράφονται, επίσης, σε διάφορες ιστοσελίδες στο διαδίκτυο. Πολλές από αυτές είναι πραγματικά αξιόπιστες, όμως, κάποιες παρουσιάζουν ασάφειες και ανακρίβειες σε πρόσωπα και ημερομηνίες, καθώς και έλλειψη αναφοράς των πηγών και της απαραίτητης βιβλιογραφίας.
Η πρώτη μου επαφή με το σύνολο γενικά των μαρτυριών μού δημιούργησε πολλά ερωτηματικά και αμφιβολίες σχετικά με την αξιοπιστία και την αυθεντικότητά τους.
Ο μόνος τρόπος που υπήρχε για να εξακριβωθεί η εγκυρότητά τους, ήταν να αναζητήσω τις αρχικές πηγές τους, δηλαδή τα πολύτιμα χειρόγραφα στα οποία είναι καταγεγραμμένες, καθώς και τις πρώτες εκδόσεις τους.
Σκοπός του παρόντος συγγράμματος δεν είναι η απλή παράθεση κάποιων διηγήσεων και κάποιων ονομάτων, αλλά η επιστημονική παράθεση όλων των σημαντικών μαρτυριών, η άρτια καταγραφή των πρωτότυπων κειμένων και των μεταφράσεών τους, και η παρουσίαση όλης της απαραίτητης βιβλιογραφίας.
Αναγκαία κρίθηκε, επίσης, η παράθεση ακόμη και των ίδιων των χειρογράφων στα οποία περιέχονται οι σημαντικότερες διηγήσεις. Τα χειρόγραφα αυτά βρίσκονται διάσπαρτα σε μερικές από τις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες του κόσμου και η συγκέντρωσή τους αποτελεί μια ιδιαιτέρως σύνθετη και χρονοβόρα διαδικασία. Η παράθεσή τους, όμως, κρίθηκε αναγκαία αφενός μεν για να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία ως προς την εγκυρότητα των διηγήσεων, αφετέρου δε για να διευκολυνθεί η επαφή του αναγνώστη με τις πρωτότυπες πηγές των κειμένων.
Για την εκπλήρωση αυτού του στόχου ήταν απαραίτητη μια περιοδεία του γράφοντος σε πολλές μεγάλες αλλά και μικρότερες βιβλιοθήκες, προς αναζήτηση χειρογράφων και δυσεύρετων εκδόσεων. Ευχαριστώ τις διευθύνσεις και το προσωπικό αυτών των βιβλιοθηκών για τη συμβολή τους στην αποπεράτωση της έρευνάς μου, καθώς και για την άδεια δημοσίευσης των χειρογράφων, και πιο συγκεκριμένα την British Library του Λονδίνου όπου έλαβε χώρα το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας, την Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας, την Ilaria Ciolli στη Βιβλιοθήκη του Βατικανού, την Petra Gebeschus στην Staadbibliothek του Βερολίνου, τον Dr. Wolfgang-Valentin Ikas στην Bayerische Staatsbibliothek του Μονάχου, τη Βιβλιοθήκη Corpus Christi College του Κέιμπριτζ, την Εθνική Βιβλιοθήκη της Αιγύπτου στο Κάιρο, την Dr. Silvia Uhlemann στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Ντάρμσταντ, τον Alexander Rosenstock στη Βιβλιοθήκη της Ουλμ στη Γερμανία, τον Επίσκοπο Αρίσταρχο στην Πατριαρχική Βιβλιοθήκη των Ιεροσολύμων, τον Pierre-Jacques Lamblin στη Βιβλιοθήκη της πόλης Douai της Γαλλίας και τον Erdem Selcuk στη Βιβλιοθήκη Beyazit της Κωνσταντινούπολης.
Στις επόμενες σελίδες θα συναντήσουμε δεκαέξι πολύτιμα χειρόγραφα από τις ανωτέρω βιβλιοθήκες, με τις διηγήσεις περί του Αγίου Φωτός. Πριν περάσουμε όμως στο κεντρικό μέρος του βιβλίου όπου φιλοξενούνται αυτές οι διηγήσεις, θα ήταν χρήσιμο να γνωρίσουμε έστω και συνοπτικά την ιστορία της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων και τη μακροχρόνια διαμάχη για την κατοχή του Παναγίου Τάφου.
* Σε μελλοντική έκδοση του βιβλίου προβλέπεται να περιληφθεί ένα DVD με αποσπάσματα από την τελετή. Γι’ αυτό, όσοι αναγνώστες έχουν στην κατοχή τους κάποια σημαντική βιντεολήψη ή φωτογραφίες του γεγονότος και επιθυμούν να τα δημοσιοποιήσουν, μπορούν να έρθουν σε επαφή με τον συγγραφέα.
Παραπομπές:
1. Η Σταύρωση του Ιησού Χριστού έλαβε χώρα ημέρα Παρασκευή, παραμονή του ιουδαϊκού Πάσχα, την περίοδο που ηγεμόνας της Ιουδαίας ήταν ο Πόντιος Πιλάτος (26-36 μ.Χ.). Κατά τη δεκαετή αυτή περίοδο, η παραμονή του Πάσχα συνέπεσε μόνο δύο φορές ημέρα Παρασκευή: την 7η Απριλίου του 30 μ.Χ. και την 3η Απριλίου του 33 μ.Χ. Άρα, υπάρχουν μόνο δύο πιθανές ημερομηνίες για την ημέρα της Σταύρωσης. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει πως η δράση του Βαπτιστή Ιωάννη ξεκίνησε το 15ο έτος της βασιλείας του αυτοκράτορα Τιβέριου, δηλαδή την περίοδο 19/8/29- 19/8/30 μ.Χ. Αυτό σημαίνει ότι η δημόσια δράση του Ιησού, που ακολουθεί περίπου ένα χρόνο μετά, ξεκινά την περίοδο 30-31 μ.Χ. Και επειδή η δημόσια δράση του Ιησού διήρκεσε περίπου 2,5-3 έτη, η μοναδική πιθανή ημερομηνία για τη Σταύρωσή Του είναι η 3η Απριλίου και για την Ανάστασή Του η 5η Απριλίου του 33 μ.Χ.
Πολλοί Βυζαντινοί χρονογράφοι –όπως ο Ιωάννης Φιλόπονος, ο Γεώργιος Κεδρηνός, ο Γεώργιος Σύνγκελος, αλλά και άλλες πηγές («Πρακτικά Πιλάτου»)– αναφέρουν, επίσης, ότι η Σταύρωση του Ιησού έλαβε χώρα κατά το 19ο έτος της βασιλείας του αυτοκράτορα Τιβέριου, δηλαδή το 33 μ.Χ.
2. «Αγαπητοί, μη πιστεύετε εις κάθε πνεύμα, αλλά δοκιμάζετε τα πνεύματα, εάν είναι από τον Θεόν, διότι πολλοί ψευδοπροφήτες εβγήκαν εις τον κόσμον» (Ιωάννου Α΄, 4:1-3).
3. Johann Lorenz von Mosheim, De Lumine Sancti Sepulchri Commentatio, Helmstad t 1736.
4. Dr. Gustav Klameth, Das Karsamstagsfeuerwunder der heiligen Grabeskirche, Βιέννη 1913.
5. Ignaty J. Krachkovsky, «’Blagodatny ogon’ po rasskazy al-Biruni i drugich musul’manskich pisatelej X-XIII vekov» (Το Άγιο Φως σύμφωνα με την αφήγηση του αλ-Μπιρουνί και άλλων μουσουλμάνων συγγραφέων από τον 10ο μέχρι τον 13ο αι.), Christiansky Vostok 3, 1915.
6. Κάλλιστος Μηλιαράς, Ιστορική μελέτη περί του Αγίου Φωτός, Ιεροσόλυμα 1934.
7. Μarius Canard, «La destruction de l’église de la résurrection par le calife Hakim et l’histoire de la descente du Feu Sacré», Byzantion 35 (1955).
8. Otto Meinardus, «The Ceremony of the Holy Fire in the Middle Ages and to-day», Bulletin de la Societe d’Archeologie Copte 16 (1961-62), σ . 242-253.
9. Peters, Francis E., Jerusalem: the Holy City in the Eyes of Chroniclers, Visitors, Pilgrims, and Prophets, Princeton 1985.
10. Bishop Auxentios of Photiki, The Paschal Fire in Jerusalem: A Study of the Rite of the Holy Fire in the Church of the Holy Sepulchre, Berkeley 1999.