Ο Άραβας νομομαθής Ιμπν αλ-Κας (Ibn al-Qass)1 γεννήθηκε στα τέλη του 9ου αιώνα και απεβίωσε το 946. Υπήρξε άριστος γνώστης του ισλαμικού νόμου και συγγραφέας αρκετών θεολογικών έργων. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται το Kitab dala’il al-qibla, στο οποίο καταγράφεται για πρώτη φορά μια εξαιρετικά σημαντική περιγραφή της τελετής του Αγίου Φωτός.
Το συγκεκριμένο έργο, που διασώζεται σε πέντε χειρόγραφα,2 εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1913 από τον Άραβα ερευνητή και συλλέκτη χειρογράφων Qirqis Safa,3 από ένα χειρόγραφο δικής του ιδιοκτησίας που χρονολογείται στο 1389. Μετά τον θάνατο του Safa το χειρόγραφο εξαφανίστηκε, αλλά μετά από μερικές δεκαετίες εμφανίστηκε ξανά στην Αίγυπτο, στη συλλογή Ahmad Taymur4 της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Καΐρου, όπου παραμένει μέχρι και σήμερα με τον κωδικό Ahmad Taymur 103. Το αραβικό αυτό χειρόγραφο εκδόθηκε επίσης στη Φρανκφούρτη το 1987 από τον Καθηγητή Dr. Fuat Sezgin.5
Ακολουθούν οι εικόνες του χειρογράφου, η μεταγραφή του πρωτότυπου κειμένου και η ελληνική μετάφραση, η οποία προέρχεται από τη γαλλική μετάφραση του Luis Cheikho και έχει επιπλέον ελεγχθεί από τον καθηγητή αραβικών Dr. Gamal al-Tahir,6 ώστε να υπάρχει η μέγιστη δυνατή ακρίβεια στην απόδοσή της.
Η αναφορά του Ibn al-Qass περί του Αγίου Φωτός στο πολύτιμο χειρόγραφο Ahmad Taymur 103 (1389 μ.Χ.) της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Αιγύπτου. Η διήγηση ξεκινά στο τέλος του φύλλου 47 και συνεχίζει στο φύλλο 48.
Γράφει ο Ibn al-Qass στο έργο του:
فإذا كان فصح النصارى وهو يوم السبت الكبير وذلك يوم يخرج الناس من موضع القبر إلى الصخرة وحول الصخرة داربزينات يتطلعون إلى موضع القبر يبتهلون كلهم ويتضرعون إلى الله تعالى من وقت الأولى إلى المغرب ويحضر الأمير وإمام المسجد. ويغلق السلطان الباب الذي على القبر ويقعد على الباب فهم على هذا حتى يرون نورا كأنه نار بيضاء تخرج من جوف القبر. فيفتح السلطان الباب عن القبر ويدخل إليها وفي يده شمعة فيشعلها من ذلك النور فيخرجها والشمعة تشتعل و. فيدفعها إلى الإمام فيأتي الإمام بتلك الشمعة فيشعل قناديل المسجد. فإذا تداولت تلك الشمعة ثلاثة أيد احترقت بعد ذلك وصارت نارا. ويكتب الخبر إلى السلطان ويعلمه ان النار نزلت في وقت كذا من يوم كذا. فإذا نزلت وقت الصلوات الأولى من ذلك اليوم كانت دليلا عندهم على أن السنة ليست بخصبة ولا قحطة وإذا نزلت وقت العصر .دلت على أن السنة قحطة
|
«Το Πάσχα των Χριστιανών, το Μεγάλο Σάββατο, οι πιστοί εξέρχονται από τον τόπο του Τάφου για να μεταβούν γύρω από τον βράχο που περιβάλλεται από κάγκελα. Από εκεί κοιτάζουν τον Τάφο και όλοι μαζί προσεύχονται και προσκυνούν ενώπιον του Θεού του Υψίστου, από την πρωινή προσευχή μέχρι τη δύση του ηλίου. Ο εμίρης και ο ιμάμης του τεμένους είναι παρόντες. Ο σουλτάνος κλειδώνει την πόρτα του Τάφου. Όλοι παραμένουν ακίνητοι μέχρις ότου να αντικρίσουν ένα φως παρόμοιο με λευκή φωτιά το οποίο βγαίνει από το εσωτερικό του Τάφου. Τότε ο σουλτάνος ανοίγει την πόρτα και εισέρχεται κρατώντας μία λαμπάδα, την ανάβει με αυτό το φως και εν συνεχεία εξέρχεται. Η φλόγα της αναμμένης λαμπάδας δεν καίει. Τη δίνει στον ιμάμη που τη μεταφέρει και ανάβει τις κανδήλες του τεμένους. Όταν αυτή η λαμπάδα έχει περάσει σε τρία χέρια, τότε καίει και μεταμορφώνεται σε φλόγα (κανονική). Έπειτα συντάσσουν και παραδίδουν στον σουλτάνο μια αναφορά, βεβαιώνοντας ότι η φλόγα έχει έρθει την τάδε ώρα και ημέρα. Εάν έχει εμφανιστεί εκείνη την ημέρα στην ώρα της προσευχής είναι γι’ αυτούς ένα σημάδι ότι η χρονιά δεν θα είναι γόνιμη, χωρίς αυτό να σημαίνει πως θα είναι χρονιά ξηρασίας. Εάν η φλόγα έχει εμφανιστεί κατά τη μεσημβρινή ώρα, αυτό υποδεικνύει μια χρονιά με έλλειψη τροφίμων».7 |
Η αναφορά του Ibn al-Qass είναι εξόχως σημαντική επειδή προέρχεται από έναν ιδιαιτέρως ευσεβή και νομομαθή μουσουλμάνο.
Όπως καταγράφεται, οι μουσουλμάνοι άρχοντες της Ιερουσαλήμ έχουν τον απόλυτο έλεγχο της τελετής. Είναι παρόντες ο ιμάμης του τεμένους, ο εμίρης και ο σουλτάνος (السلطان), ο οποίος είναι ο μόνος που κατέχει τα κλειδιά του Τάφου.
Κατά τη διάρκεια της τελετής οι πιστοί προσεύχονται και ο ορθόδοξος πατριάρχης προβαίνει στην καθιερωμένη επίκληση για την έλευση του Αγίου Φωτός έξω από τον Τάφο, ενώπιον όλου του παρισταμένου πλήθους. Όλα γίνονται φανερά.Â Ο Τάφος είναι κλειδωμένος και άδειος. Και ξαφνικά, ένα λευκό Φως βγαίνει από το εσωτερικό του. Πρόκειται για το υπερφυές Φως που πηγάζει από τον ίδιο τον Τάφο.
Τότε ο σουλτάνος ξεκλειδώνει τον Τάφο και εισέρχεται για να ανάψει τη λαμπάδα του, και εξερχόμενος την παραδίδει στον ιμάμη. Οι μουσουλμάνοι συμμετέχουν σε τέτοιο βαθμό, και με τέτοια επισημότητα, που νομίζει κανείς ότι η τελετή είναι δική τους.
Εξαιρετικής σημασίας είναι και η μαρτυρία ότι η ιερή φλόγα δεν καίει.Â Ο Ιμπν αλ-Κας διαχωρίζει τελείως το φως που εμφανίζεται στο εσωτερικό του Τάφου από τη φλόγα την οποία λαμβάνουν οι πιστοί μετά από λίγα λεπτά στις λαμπάδες τους.
Η αναφορά του είναι εξαιρετικά ακριβής. Χρησιμοποιεί τη λέξη نور που σημαίνει φως και τη λέξη نار που σημαίνει φωτιά.
Όταν το Άγιο Φως εμφανίζεται θεωρείται από τους μουσουλμάνους ότι είναι ένα θεϊκό λευκό φως που δεν έχει καμιά σχέση με τη γήινη φωτιά. Όταν όμως η θεϊκή αυτή φλόγα μεταλαμπαδεύεται από λαμπάδα σε λαμπάδα, μετά από «τρία χέρια», όπως αναφέρει, δηλαδή μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, το ουράνιο φως μετατρέπεται σε γήινο. Μετατρέπεται από نور σε نار , δηλαδή από θεϊκό φως σε γήινη φωτιά.
Όταν ο σουλτάνος εξέρχεται με την αναμμένη λαμπάδα από το εσωτερικό του αγίου Τάφου, η φλόγα της λαμπάδας του δεν καίει.Â Ο Ιμπν αλ-Κας χρησιμοποιεί τη φράση لا تحترق που σημαίνει «δεν καίγεται» ή «δεν καίει». Στη μετάφραση του L. Cheikko συναντάται η ερμηνεία «δεν φθείρεται», που όμως δεν αποδίδει με σαφήνεια το νόημα.
Σύμφωνα με τον καθηγητή αραβικών Dr. Gamal al-Tahir, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το νόημα της φράσης είναι «η φλόγα της λαμπάδας δεν καίει».ÂÂ Πρόκειται για το γνωστό φαινόμενο της ακαΐας του Αγίου Φωτός, το οποίο εξακολουθεί να παρατηρείται μέχρι και σήμερα.
Τη στιγμή που αναφλέγεται η ακοίμητη κανδήλα μέσα στον Τάφο, η φλόγα είναι γαλαζωπή και δεν καίει καθόλου. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα μετατρέπεται σε κανονική φλόγα, η οποία, όπως έχει διαπιστώσει ο γράφων και χιλιάδες άλλοι πιστοί, ασφαλώς καίει, όμως, δεν καίει με την ίδια ένταση μιας κανονικής φλόγας. Γι’ αυτό και πολλοί προσκυνητές περιλούζονται με την ιερή φλόγα.
Προσκυνητές «περιλούζουν» το πρόσωπό τους με το Άγιο Φως. Ο Ιμπν αλ-Κας, πριν από μία χιλιετία, ήταν ο πρώτος που κατέγραψε ότι το ιερό Φως δεν καίει.
Η αποδοχή του θαύματος από τη μουσουλμανική κοινότητα της Ιερουσαλήμ γίνεται ακόμη πιο φανερή από την αναφορά ότι ο ιμάμης (θρησκευτικός ηγέτης) ανάβει με το Άγιο Φως «τις κανδήλες μέσα στο τέμενος», εννοώντας το τέμενος του Θόλου του Βράχου, το οποίο θεωρείται το τρίτο πιο ιερό τέμενος του ισλαμικού κόσμου μετά τη Μέκκα και τη Μεδίνα.
Το Άγιο Φως μεταλαμπαδεύεται από τον ιμάμη στον πιο ιερό χώρο των μουσουλμάνων της Ιερουσαλήμ.
Το τέμενος του χρυσού Θόλου του Βράχου, που η κατασκευή του ολοκληρώθηκε το έτος 691. Κάτω από τον θόλο βρίσκεται ένας βράχος από τον οποίο οι μουσουλμάνοι πιστεύουν ότι ο προφήτης τους Μωάμεθ αναλήφθηκε στον ουρανό. Στις κανδήλες αυτού του τεμένους, στα μέσα του 10ου αιώνα, ο μουσουλμάνος ιμάμης μεταλαμπάδευε κάθε Μεγάλο Σάββατο το Άγιο Φως.
Όλα αυτά λαμβάνουν χώρα στο πρώτο μισό του 10ου αιώνα, μια περίοδο κατά την οποία ο χριστιανικός και ο μουσουλμανικός κόσμος βρίσκονται σε σφοδρή σύγκρουση. Λαμβάνοντας υπόψη την αυστηρότητα της μουσουλμανικής θρησκείας, φαντάζει απίστευτο ότι το σημαντικότερο θαύμα του χριστιανικού κόσμου, που συνδέεται με την Ανάσταση του Ιησού Χριστού, γίνεται αποδεκτό από τους ίδιους τους μουσουλμάνους της Ιερουσαλήμ και γιορτάζεται με κάθε επισημότητα από τους πολιτικούς και τους θρησκευτικούς άρχοντες της πόλης.
Η διήγηση του Ιμπν αλ-Κας μεταφέρει ένα πολύ φωτεινό μήνυμα που αποκαλύπτει πολλά για την αυθεντικότητα του θαύματος, αλλά και για την ίδια την Ανάσταση του Θεανθρώπου.
Παραπομπές:
1. Abi Ahmad al-Tabari Ibn al-Qass.
2. Τα πέντε χειρόγραφα είναι: Ahmad Taymur 103 και Miqat 1201. Κάιρο, Εθνική Βιβλιοθήκη. - Veliyuddin 2453. Κωνσταντινούπολη, Βιβλιοθήκη Beyazit. - Κώδ. XXXIV. Μαδρίτη, Συλλογή Gayangos. - Κώδ. Oriental 13315, 1705 μ.Χ. Λονδίνο, British Library. Είναι το μόνο χειρόγραφο που περιέχει ολόκληρο το έργο (φφ. 2v - 57r). Τρία από τα πέντε χειρόγραφα αναλύονται στην έκδοση J.-C. Ducène, «Le Kitab dala’il al-qibla d’Ibn al-Qass: analyse de trois manuscrits et des emprunts d’Abu Hamid al-Garnati», ZGAIW 14 (2001), σ. 169–87.
3. Q. Safa, «Ta‘rif ba’d mahtutat maktabati», Al-Masriq, τ. 16, Βηρυτός 1913.
4. Η συλλογή του Ahmad Taymur (1877–1930), που αριθμεί 15.415 βιβλία και χειρόγραφα, είναι η δεύτερη μεγαλύτερη ιδιωτική συλλογή της Αιγύπτου.
5. F. Sezgin, «Kitab dala’il al-qibla li-ibn al-Qass» (Das Buch über die Orientierung nach Mekka von Ibn al-Qass), ZGAIW 4 (1987–88), σ. 7–92. Ο Dr. Fuat Sezgin είναι διευθυντής του Ινστιτούτου για την Ιστορία των Αραβικών-Ισλαμικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Γιόχαν Β. Γκαίτε της Φρανκφούρτης.
6. Ο Gamal al-Tahir είναι καθηγητής αραβικών και διδάκτωρ του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
7. Η γαλλική μετάφραση αναφέρει τα εξής: «À la Pâques des Chrétiens, le Samedi Saint, les gens sortent de l’emplacement du tombeau pour aller au rocher autour duquel sont les balustrades; (de là) ils regardent le tombeau, tous prient, se prosternent devant Dieu le Très-Haut, depuis la première prière du matin jusqu’au coucher du soleil. L’émir et l’imâm de la mosquée y sont présents. Le gouverneur verrouille la porte de sépulcre. Ils restent tous ainsi [sans bouger], tant qu’ils ne voient pas une lumière semblable à un feu blanc sortant de l’intérieur du tombaeu. Le gouverneur ouvre alors la porte du sépulcre et y entre tenant un cierge qu’il allume à ce feu, et ensuite il le sort. Le cierge allumé ne se consume pas. Il le passe à l’imâm qui l’emporte et en allume les lampes de la mosquée. Quand ce cierge est passé en trois mains, il se consume et se transforme en feu. Puis on rédige et on remet au gouverneur un rapport constatant que le feu est descendu telle heure et tel jour. S’il est descendu ce jour-là à l’heure de la prière, c’est pour eux un signe que l’année ne sera pas fertile, sans que ce soit une année de sécheresse; s’il est descendu à l’heure de midi, cela indique une année de disette» (L. Cheikho, Al-Masriq, τ. 16, Βηρυτός 1913, σ. 578-9). Για ρωσική μετάφραση, βλ. I.J. Krachkovsky, «Blagodatny ogon», Christiansky Vostok 3 (1915), σ. 232-33.